- χωνευτικός
- η , ό[ν]1) пищеварительный, относящийся к пищеварению; 2) способствующий пищеварению;
3) легко усваиваемыйχωνευτικόςχωνευτικός84) удобоваримый (о пище);
4) литейный, плавильный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
3) легко усваиваемыйχωνευτικόςχωνευτικός84) удобоваримый (о пище);
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χωνευτικός — ή, ό / χωνευτικός, ή, όν, ΝΜ [χωνεύω / χωνευτός] νεοελλ. 1. αυτός που διευκολύνει τη λειτουργία τής πέψης («χωνευτικό νερό») 2. αυτός που χωνεύεται εύκολα, εύπεπτος μσν. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χώνευση τών μετάλλων, στη χύτευση … Dictionary of Greek
χωνευτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χώνεψη των μετάλλων. 2. αυτός που διευκολύνει την πέψη, καλοχώνευτος, ευκολοχώνευτος: Η περιοχή αυτή έχει χωνευτικό νερό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διασκεδαστικός — ή, ό (Α διασκεδαστικός, ή, όν) νεοελλ. 1. τερπνός, ψυχαγωγικός 2. ειρων. γελοίος, κωμικός, μη σοβαρός αρχ. 1. αυτός που προκαλεί διασπορά ή διάλυση 2. αυτός που συντελεί στην πέψη, χωνευτικός … Dictionary of Greek
εύπεπτος — η, ο (Α εὔπεπτος, ον) (για τροφές) χωνευτικός, ευκολοχώνευτος αρχ. 1. αυτός που έχει καλή χώνευση, που χωνεύει εύκολα 2. (για χυμούς) αυτός που στίβεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πεπτος (< πέσσω «ωριμάζω, χωνεύω»), πρβλ. δύσ πεπτος] … Dictionary of Greek
εύχορτος — εὔχορτος, ον (Α) 1. αυτός που παρέχει πολύ χόρτο, άφθονη βοσκή 2. (για το νερό) εύπεπτος, αυτός που συντελεί στη θρέψη, θρεπτικός, χωνευτικός 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὔχορτα τα βοσκοτόπια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χόρτος (ο) «κήπος, βλάστηση,… … Dictionary of Greek
καλοχώνευτος — η, ο 1. (για τροφές) εύπεπτος, χωνευτικός, ελαφρός 2. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός που γίνεται εύκολα δεκτός από άλλους, ευχάριστος β) (για θεωρίες, ιδέες, για περιεχόμενο συγγραμμάτων και για συγγραφείς) αυτός που κατανοείται εύκολα, εύληπτος,… … Dictionary of Greek
πεπτικός — ή, ό / πεπτικός, ή, όν, ΝΑ [πεπτός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πέψη, στην χώνευση 2. αυτός που διευκολύνει ή επιταχύνει την πέψη, χωνευτικός («πεπτικές ουσίες») νεοελλ. φρ. α) «πεπτικό σύστημα τού ανθρώπου» ανατ. οργανικό σύστημα το… … Dictionary of Greek
χωνευτικότητα — η, Ν [χωνευτικός] η ιδιότητα τού χωνευτικού … Dictionary of Greek
ελαφρός, -ή, -ό — και ελαφρύς, ιά, ύ και (α)λαφρός, ή, ό και (α)λαφρύς, ιά, ύ και (α)λαφριός, ά, ό επίρρ. ά και ιά 1. που έχει μικρό σχετικά βάρος, ανάλαφρος, που εύκολα μετατοπίζεται: Ελαφριά βαλίτσα. 2. που έχει μικρό ειδικό βάρος: Το μπαμπάκι είναι πιο ελαφρό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλοχώνευτος, -η — ο ευκολοχώνευτος, χωνευτικός: Θέλει να τρώει καλοχώνευτες τροφές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)